Της Ζωής Ντότσικα.
Οι σκέψεις που εκφράζονται σχετικά με τη δραματουργική παρέμβαση κατά τη διάρκεια των ψυχοδραματικών συναντήσεων προήλθαν τόσο από την εκπαίδευσή μου στο ψυχόδραμα, όσο και από την πρακτική μου στον συντονισμό ομάδων.
Την τελευταία πενταετία ξεκίνησα να συντονίζω ομάδες, στα πλαίσια της εκπαίδευσής μου, μετά από την προτροπή του δασκάλου μου. Αυτή η εμπλοκή μου με τον συντονισμό με έφερε αντιμέτωπη με τις αδυναμίες μου.
Καθώς συντόνιζα αρκετές φορές βρισκόμουν μπροστά στο δίλλημα: και τώρα τι κάνουμε πως προχωράμε; Η πολύ καλή γνώση των ψυχοδραματικών τεχνικών από μόνη της, δεν ήταν αρκετή. Κάθε φορά θα έπρεπε να αξιολογώ την κατάσταση, να διαβάζω τους ρόλους και το θέμα που αναδύεται και να παρεμβαίνω με την καταλληλότερη τεχνική, που τη δεδομένη στιγμή, θα λειτουργούσε διευρυντικά, για τον πρωταγωνιστή.
Η δυσκολία μου να μένω ανοιχτή σε αυτά που συνέβαιναν στην ομάδα, χωρίς να περιορίζω την πλήρη λειτουργία των αισθήσεων μου, μέσα από μια εγκεφαλική προσέγγιση των πραγμάτων, με έφερνε αντιμέτωπη κάθε φορά με την επιλογή της δραματουργικής παρέμβασης που θα έπρεπε να ακολουθήσω.
Ενώ αντιλαμβανόμουνα τη σημαντικότητα της δραματουργικής παρέμβασης για την εξέλιξη της ομάδας, αλλά και του κάθε μέλους χωριστά, ταυτόχρονα η επιλογή της κατάλληλης παρέμβασης γινόταν μια αγχωτική διαδικασία, κατά τη διάρκεια του συντονισμού.
Η κατάλληλη δραματουργική παρέμβαση είναι πολυπαραγοντική και εμπεριέχει την ψυχοδραματική θεωρία στην ολότητά της. Η πολύ καλή γνώση των ψυχοδραματικών τεχνικών, η ανάγνωση των ρόλων που αναδύονται, η αξιολόγηση της στιγμής εμπεριέχονται στη δραματουργική παρέμβαση του συντονιστή και ταυτόχρονα την επηρεάζουν.
Η ενασχόλησή μου, με το θέμα της καταλληλότητας της δραματουργικής παρέμβασης, σχετίζεται άμεσα, με τη σημαντικότητα που αυτή έχει στην ανάπτυξη της ψυχοδραματικής πρακτικής. Κυρίως όμως, συνδέεται με τη διαμόρφωση της ψυχοδραματικής μου ταυτότητας, η οποία σχετίζεται άμεσα με τις δυσκολίες που συνάντησα συντονίζοντας την ομάδα.
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ
Τι σημαίνει ψυχοδραματική παρέμβαση.
Σε κάθε ψυχοδραματική συνάντηση τα μέλη φέρνουν το δικό τους ζέσταμα. Ο συντονιστής καλείται να συσχετιστεί με τη μοναδικότητα του ζεστάματος του καθενός, έτσι ώστε να συμβάλει στην ανάπτυξη του αυθορμητισμού και της δημιουργικότητάς του. Βασικός στόχος του συντονιστή είναι η διεύρυνση των μελών της ομάδας και η ανάπτυξη τους, μέσω των νέων λειτουργικών ρόλων που θα προσεγγίσουν.
Η δραματουργική παρέμβαση του συντονιστή είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιολόγηση της στιγμής και σχετίζεται άμεσα με τον κατάλληλο χρόνο, αλλά και με τον τρόπο που θα γίνει. Η επιλογή της κατάλληλης ψυχοδραματικής τεχνικής και η αναγνώριση των ρόλων και των θεμάτων, που αναδύονται στο εδώ και τώρα της συνάντησης, επίσης συνδέονται με τη διαδικασία της δραματουργικής παρέμβασης.
Καθ’ όλη τη διάρκεια μιας ψυχοδραματικής συνάντησης ο συντονιστής είναι εκεί ενεργός, βρίσκεται σε εγρήγορση και παραμένει ανοιχτός σε οτιδήποτε συμβεί, από την αρχή μέχρι το τέλος της συνεδρίας. Ο ενεργός συντονιστής είναι αυτός που τολμά να ρισκάρει και να δοκιμάζει συνεχώς πράγματα. Στην αντίθετη περίπτωση, ένας παθητικός συντονιστής θα οδηγηθεί αδιαμφισβήτητα, σε μια εγκεφαλική δραματουργική παρέμβαση. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα μια ελεγχόμενη, κατευθυνόμενη και εκ του ασφαλούς προσέγγιση των μελών της ομάδας, η οποία θα λειτουργήσει ανασταλτικά στη διεύρυνσή τους. Η προς στιγμήν ασφάλεια που μπορεί να φαίνεται ότι προσφέρει στον συντονιστή αυτός ο τρόπος λειτουργίας του, πολύ εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε μια παγίδα επανάληψης και ανακύκλωσης των ίδιων πραγμάτων. Μια παγίδα που αναπότρεπτα θα οδηγήσει στην αποσύνθεση της ομάδας.
Κάθε μέλος και κάθε στιγμή εν δυνάμει φέρνουν πράγματα προς αξιοποίηση. Η δραματουργική παρέμβαση θα πρέπει να λειτουργεί σαν μια φυσική διαδικασία, στην οποία οδηγείται ο συντονιστής, από τη ροή των ζεσταμάτων και της δικής του ενσυναίσθησης, για το γίγνεσθαι της ομάδας.
Παράγοντες που επηρεάζουν το πότε και με ποιο τρόπο θα παρέμβει ο συντονιστής.
Κύριο μέλημα του συντονιστή, ενώ συντονίζει την ομάδα, είναι να αντιληφθεί το ζέσταμα που φέρνει κάθε μέλος, αλλά και το ζέσταμα που διαμορφώνεται μέσα στην ίδια την ομάδα. Ο εντοπισμός του κεντρικού θέματος, και των υποομάδων ή τήλε – σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί, λειτουργεί επίσης ενισχυτικά στον τρόπο που θα παρέμβει ο συντονιστής. Η επιλογή της κατάλληλης παρέμβασης μπορεί να αμβλύνει την ύπαρξη υποομάδων ή να ενισχύσει τις τήλε – σχέσεις με σκοπό την αύξηση των ζεσταμάτων των μελών. Η πραγματική αντίληψη του ζεστάματος, σε συνδυασμό με την αναγνώριση και την ανάλυση του συστήματος ρόλων, μέσα από το οποίο ενεργούν τα μέλη, είναι ένα από τα πιο σημαντικά κριτήρια επιλογής της καταλληλότερης δραματουργικής παρέμβασης.
Παρόλα αυτά από μόνο του ως κριτήριο, δεν μπορεί να οδηγήσει στην καταλληλότερη επιλογή της. Πιθανόν ο συντονιστής να έχει αποκρυπτογραφήσει τους ρόλους, μέσα από τους οποίους ενεργεί ένα μέλος, αλλά αν αυτό δεν συνδυαστεί με την αξιοποίηση της στιγμής και αυτών που εκφράζονται λεκτικά ή γίνονται, η δραματουργική παρέμβαση δεν θα έχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Σε κάποιες περιπτώσεις η αναποφασιστικότητα του συντονιστή, η οποία θα τον οδηγήσει σε μια καθυστερημένη παρέμβαση, μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα, να χαθεί το ζέσταμα του πρωταγωνιστή. Για να διατηρηθεί το ζέσταμά του, η παρέμβαση είναι απαραίτητο να γίνεται στην ώρα της και με αποφασιστικότητα από τη μεριά του συντονιστή.
Παράγοντες όπως οι αναμονές που έχει ο συντονιστής από τον ίδιο τον εαυτό του, οι ρόλοι που έχει υιοθετήσει ο ίδιος και που μέσα από αυτούς συντονίζει, αλλά και οι ρόλοι που του αποδίδει η ομάδα, επηρεάζουν άμεσα τον τρόπο που παρεμβαίνει σε μια ψυχοδραματική συνάντηση. Ένας από τους ρόλους «παγίδες» που αποδίδεται σε ένα συντονιστή από την ομάδα, κυρίως στις πρώτες συναντήσεις, είναι αυτός της αυθεντίας. Αν αυτός ο ρόλος υιοθετηθεί από τον συντονιστή, ταυτόχρονα έχει χρεωθεί και το ρόλο αυτού που αναλαμβάνει και θέλει να βοηθήσει δίνοντας λύσεις. Η σχέση συντονιστή – ομάδας δεν είναι πλέον ισότιμη και δεν στηρίζεται σε μια ενήλικα – ενήλικα συνδιαλλαγή. Ο συντονιστής έχει χρεωθεί το ρόλο του γονέας- αυθεντία, που έχει την υποχρέωση να βοηθήσει το αδύναμο παιδί – μέλος. Οι οποιεσδήποτε δραματουργικές παρεμβάσεις που γίνονται μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχουν σα συνέπεια την εξεύρεση μιας άμεσης λύσης, σε αντίθεση με το ζητούμενο που είναι η ανάπτυξη από τον πρωταγωνιστή νέων ρόλων, που θα τον κάνουν πιο λειτουργικό. Η ψυχοδραματική συνάντηση, δεν είναι μια συνάντηση που τα εναποθέτουμε όλα στον «μάγο» συντονιστή. Είναι μια διαδικασία όπου ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη της δικής του ανάπτυξης. Επωφελείται από τα μοιράσματα, από τις ομοιότητες ή και τις διαφορές που εκφράζονται από τα μέλη της ομάδας.
Ένας άλλος παράγοντας, που δυσχεραίνει την επιλογή της κατάλληλης δραματουργικής παρέμβασης, είναι οι ασυνείδητες προβολές θεμάτων του συντονιστή στον πρωταγωνιστή, τις οποίες πιθανόν να κάνει ο συντονιστής, ενώ συντονίζει ένα δράμα. Προβάλλοντας δικά του θέματα στον πρωταγωνιστή, αυτόματα ο συντονιστής δεν ακολουθεί το ζέσταμα του πρωταγωνιστή και τον οδηγεί σε καταστάσεις που σχετίζονται με δικά του θέματα και όχι με αυτά του πρωταγωνιστή. Σε άλλη περίπτωση, όταν το θέμα του πρωταγωνιστή αγγίζει και τον συντονιστή, ο συντονιστής μπορεί να «ρουφηχτεί» τόσο πολύ με αποτέλεσμα να χάσει την ικανότητά του να παίρνει την κατάλληλη απόσταση, προκειμένου να μπορεί να διακρίνει με καθαρότητα την παρέμβαση που απαιτείται τη συγκεκριμένη στιγμή.
Σαφώς η δραματουργική παρέμβαση είναι ένα πολυδιάστατο θέμα που δεν εξαντλείται στην πολύ καλή γνώση των ψυχοδραματικών τεχνικών. Η επιλογή του συντονιστή για το πώς και το πότε θα δράσει, σχετίζεται άμεσα με την ικανότητα ενσυναίσθησης που έχει αναπτύξει, τόσο για αυτά που συμβαίνουν στην ομάδα, όσο και γι’ αυτά που διακινούνται μέσα στον ίδιο.
Στη συνέχεια θα δούμε στην πράξη και μέσα από την εμπειρία της ομάδας διαφορετικές εκφάνσεις της δραματουργικής μου παρέμβασης, ως συντονίστριας της ομάδας. Άλλοτε οι παρεμβάσεις αυτές υπήρξαν εύστοχες και λειτουργικές, καθώς ο βαθμός ενσυναίσθησης ήταν υψηλός και άλλοτε άκαιρες και βεβιασμένες, υποκινούμενες από μια εγκεφαλικότητα και αποστασιοποίηση από αυτά που πραγματικά συνέβαιναν στην ομάδα.
Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ.
Ετοιμότητα – παρατηρητικότητα – ενσωμάτωση.
Το κάθε μέλος χωριστά, που συμμετέχει σε μια ψυχοδραματική συνάντηση, αποτελεί μια διαφορετική οντότητα, με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ως συντονίστρια κάθε φορά ερχόμουν αντιμέτωπη με την πρόκληση να συνυπάρξω με τη διαφορετικότητα, αλλά και να την ενσωματώσω δημιουργώντας ένα επικοινωνιακό κλίμα αποδοχής στην ομάδα. Καμία ψυχοδραματική συνάντηση δεν είναι ίδια με την προηγούμενη. Κάθε φορά το κλίμα της ομάδας ήταν διαφορετικό και αυτό υπήρξε μια πραγματική αναμέτρηση με την ετοιμότητα, αλλά και με την προσαρμοστικότητά μου σε αυτά που αναδύονταν στο εδώ και τώρα της ομάδας.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, για τον τρόπο που ο συντονιστής θα πρέπει να φροντίσει να σεβαστεί και να συνυπάρξει με τη διαφορετικότητα, είτε αυτή προέρχεται από διαφορετική κουλτούρα, πολιτισμικά, θρησκευτικά, θεσμικά πρότυπα, είτε προέρχεται από ιδιομορφίες και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του καθένα μας. Η εμπειρία που περιγράφω παρακάτω την βίωσε ο δάσκαλος και μέντοράς μου στην Τουρκία, καθώς συντόνιζε μια ομάδα 50 ατόμων σε μια διήμερη ψυχαδραματική συνάντηση:
Όταν ξεκινούσε η ομάδα και πήγε δια χειραψίας να χαιρετήσει τους συμμετέχοντες, τέσσερα άτομα από αυτούς δεν του έδωσαν το χέρι, αλλά ανταποκρίθηκαν στον χαιρετισμό βάζοντας το χέρι στο στήθος. Αυτό του δημιούργησε αρχικά μια στιγμή αμηχανίας, αλλά στη συνέχεια ανταποκρίθηκε και αυτός στον χαιρετισμό με τον ίδιο τρόπο. Παρόλα αυτά, για μια στιγμή, διερωτήθηκε πως θα δημιουργηθεί ένα κλίμα οικειότητας, όπου τα άτομα θα μπορέσουν να μοιραστούν πολύ βαθιά και προσωπικά πράγματα.
Κάθε στιγμή, από το πρώτο λεπτό της συνάντησης, έχει τη δική της αξία. Ο συντονιστής είναι σε ετοιμότητα και επιστρατεύει την παρατηρητικότητά του για το τι συμβαίνει γύρω του, πριν ακόμα ξεκινήσει η ομάδα. Ο τρόπος που θα σταθεί ένα μέλος, ο τρόπος που θα εκφραστεί λεκτικά ή μέσα από τη στάση του σώματός του, η θέση που θα επιλέξει στην ομάδα, υποδηλοί στοιχεία από το ζέσταμά του. Η εγρήγορση του συντονιστή στο να παρατηρεί και να δίνει αξία σε οτιδήποτε συμβαίνει από την πρώτη στιγμή της συνάντησης, θα τον οδηγήσει και στις καταλληλότερες δραματουργικές παρεμβάσεις, προκειμένου να διευρυνθεί στο μέγιστο το ζέσταμα των μελών.
Πριν από οποιαδήποτε δραματουργική παρέμβαση, στην αρχή της συνεδρίας ως συντονίστρια καλλιεργούσα την ικανότητα να αντιλαμβάνομαι την ατμόσφαιρα, που επικρατεί στην ομάδα. Ενώ παράλληλα αναδύονταν μέσα μου, πολλές φορές με έναν αγωνιώδη τρόπο, ερωτήματα του τύπου : πως θα συσχετιστώ με τα άτομα και με ότι αυτά θα φέρουν; Πως θα μείνω ανοιχτή στη διαφορετικότητα; Πως θα απελευθερωθώ από τα προσωπικά μου μπλοκαρίσματα για να δω και να ακούσω με καθαρότητα αυτό που πραγματικά θα εκφράσει το κάθε μέλος; Δύο αντίρροπες δυνάμεις διεκδικούσαν το δικό τους χώρο. Η μια με καλούσε να εναρμονιστώ με όλα αυτά που συνέβαιναν στην ομάδα και η άλλη με κρατούσε μπλοκαρισμένη στις δικές μου εσωτερικές ανησυχίες και αγωνίες και με εμπόδιζε να συνδεθώ στο εδώ και το τώρα της ομάδας.
Το παράδειγμα που ακολουθεί παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά τον τρόπο που συνδέθηκα ως συντονίστρια, με το θέμα που έφερε ένα από τα μέλη της ομάδας:
Φάνης: πέρυσι, πριν έρθω στην ομάδα, συνήθως προετοιμαζόμουνα. Σήμερα δεν το έκανα αυτό. Τώρα σκέφτομαι ότι ο ίδιος νοιώθω ζαβός συναισθηματικά γιατί δυσκολεύομαι να συνδεθώ πραγματικά με τον άλλον και αυτό με απασχολεί πολύ. Θα ήθελα να μπορούσα να τα διαγράψω όλα και να βρω τον Φάνη πριν και να ξεκινήσω πάλι από την αρχή.
Συντονιστής: Ποιον στόχο θα έβαζες γι’ αυτή τη χρονιά;
Σε μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να μην σχετίζομαι με το ζέσταμα του Φάνη. Παρόλο που ο Φάνης εκφράζει αυτό που τον απασχολεί και εμμέσως και τον στόχο του, με την ερώτηση που του κάνω: ποιόν στόχο θα έβαζες γι’ αυτή τη χρονιά; δίνω την εντύπωση ότι είμαι προσκολλημένη στο σχεδιασμό που έχω κάνει για την πρώτη συνάντηση της ομάδας και μ’ έναν αγωνιώδη τρόπο προσκολλούμαι σ’ αυτό. Ζητάω κατά κάποιον τρόπο από τον Φάνη να κάνει απολύτως σαφή τον στόχο. Η διατύπωση της ερώτησης, από την πλευρά μου, θα έπρεπε να γίνει με χαλαρό τρόπο και να εμπεριέχει μια σχετικότητα, η οποία να αφήνει τον Φάνη πιο ανοιχτό, θα τον κάνει να νοιώσει άνετα και στη συνέχεια να εστιάσει σ’ αυτό που πραγματικά τον απασχολεί.
Σε μια πιο προσεκτική προσέγγιση όμως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ότι στην ουσία με τον τρόπο που έθεσα την ερώτηση στον Φάνη, τον βοήθησα να συγκεκριμενοποιήσει περισσότερο τον στόχο του, χωρίς ταυτόχρονα να ενισχύσω την προσδοκία του, για μια άμεση ανταπόκριση στον στόχο αυτό.
Στην πρώτη συνάντηση της ομάδας ο συντονιστής είναι πολύ νωρίς να διευρύνει το θέμα που φέρνει κάποιο μέλος, ακόμα και αν αυτό είναι πολύ ζεσταμένο σ’ αυτό το θέμα. Η ερώτηση: ποιόν στόχο θα έβαζες γι’ αυτή τη χρονιά, αφήνει το περιθώριο να διαμορφωθεί ένας στόχος που ο Φάνης θα έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει μέσα στο πλαίσιο της ομάδας χωρίς προσδοκίες, αγωνία και απογοητεύσεις και θα έχει και το περιθώριο ακόμα και να τον διαφοροποιήσει μέσα από την εξέλιξη του ζεστάματός του. Έτσι ο συντονιστής δεν μπαίνει στο ρόλο της αυθεντίας που πρέπει να ανταποκριθεί άμεσα σ΄αυτό που απασχολεί κάποιο μέλος της ομάδας, αλλά τον συνοδεύει χαλαρά και τον βοηθά να σχετιστεί με αυτό που πραγματικά θα ήθελε να δουλέψει, κατά τη διάρκεια των ψυχοδραματικών συναντήσεων της ομάδας.
Δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης.
Αν ο συντονιστής, παρόλες τις δυσκολίες που μπορεί να ανακύψουν, καταφέρει να αφεθεί στην παρατήρηση των δυναμικών που υπάρχουν, στην ύπαρξη πιθανόν υποομάδων, αλλά και τήλε-σχέσεων, θα μπορέσει να διακρίνει και να επιλέξει τις καταλληλότερες παρεμβάσεις, που θα μπορούσε να κάνει, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης και δεσίματος της ομάδας αρχικά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το παρακάτω παράδειγμα, που καταδεικνύει τη σημαντικότητα των τηλε-σχέσεων στην ομάδα:
Κατά τη διάρκεια ενός δράματος με πρωταγωνιστή τη Σόνια, η οποία διαπραγματεύεται το φόβο της απώλειας, δημιουργεί στη σκηνή μια εικόνα. Στην εικόνα αυτή επιλέγει ως βοηθητικό εγώ την Παναγιώτα και την βάζει στο ρόλο του φίλου της, ο οποίος στη συγκεκριμένη εικόνα είναι νεκρός. Ενώ εξελίσσεται το δράμα και η Σόνια έρχεται αντιμέτωπη με το φόβο του θανάτου, η Παναγιώτα, από τη θέση του βοηθητικού εγώ, αρχίζει να κλαίει με λυγμούς. Μετά την ολοκλήρωση του δράματος, στο μοίρασμά της η Παναγιώτα, η οποία συνεχίζει να κλαίει και να συνδέεται με τη Σόνια, αναφέρει ότι πριν από μερικούς μήνες έχασε τον φίλο της σε τροχαίο. Μεταξύ της Σόνιας και της Παναγιώτα έχει δημιουργηθεί μια τηλε-σχέση και το γεγονός ότι η Σόνια επέλεξε στον συγκεκριμένο ρόλο την Παναγιώτα, δεν είναι καθόλου τυχαίο. Η δυναμική αυτής της σχέσης κορυφώνεται στο μοίρασμα. Συναισθήματα με κοινό παρονομαστή ενίσχυσαν το βαθμό ενσυναίσθησης και αύξησαν ακόμα περισσότερο το ζέσταμά τους.
Αντιλαμβανόμενος ο συντονιστής την ανάπτυξη τήλε-σχέσεων, μεταξύ κάποιων μελών της ομάδας, μπορεί να λειτουργήσει ενισχυτικά, δίνοντας σημασία και ιδιαίτερη αξία σε αυτό που συμβαίνει. Με αυτόν τον τρόπο, έχει τη δυνατότητα να ισχυροποιήσει το συναισθηματικό δέσιμο των μελών, με αποτέλεσμα να κορυφωθεί η μεταξύ τους ενσυναίσθηση. Όσον αφορά τις υποομάδες, οι οποίες δυνητικά υπάρχουν από το ξεκίνημα της ομάδας, ο συντονιστής είναι σημαντικό να τις διακρίνει και να τις χειριστεί με φυσικότητα. Όταν ο συντονιστής αντιληφθεί την ύπαρξη υποομάδων, θα πρέπει να κινηθεί έγκαιρα για να τις αποθαρρύνει, γιατί το πιθανότερο είναι να εξελιχθούν με τέτοιο τρόπο που θα δυσκολέψουν την ανάπτυξη της ομάδας. Σε διαφορετική περίπτωση, η διατήρηση των υποομάδων θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην παρακμή και διάλυση της ομάδας.
Στην 1η συνάντηση της ομάδας διακρίνονται δύο υποομάδες : Ο Φάνης και η Σόνια που συμμετείχαν τις προηγούμενες χρονιές στην ομάδα και γνώριζαν ο ένας τον άλλον και η Παναγιώτα, η οποία ερχόταν για πρώτη φορά και δεν γνώριζε κανένα από τα μέλη. Αυτό από μόνο του μου δημιουργούσε μια ανησυχία, κυρίως για το πως θα ενσωματωθεί η Παναγιώτα στην ομάδα.
Συντονιστής: Παναγιώτα με τι ασχολείσαι;
Παναγιώτα: είμαι βοηθός ειδικής αγωγής και δουλεύω με παιδιά με ειδικές ανάγκες.
Από τη συζήτηση προκύπτει ότι η Παναγιώτα γνωρίζει την αδελφή του Φάνη και το ανιψιό του το Γιωργάκη, που έχει νοητική στέρηση. Δημιουργείται ένα κλίμα οικειότητας μεταξύ Φάνη και Παναγιώτας.
Παρατηρώ ότι ο Φάνης είναι απορροφημένος σε κάτι.
Συντονιστής: Φάνη που τρέχει ο λογισμός σου.
Φάνης: θα ήθελα να το ξαναπάρω από το μηδέν, για να το ξαναβρώ πάλι από την αρχή.
Η Παναγιώτα ζεσταίνεται πολύ μ’ αυτά που λέει ο Φάνης.
Συντονιστής: Παναγιώτα που σε αγγίζουν όλα αυτά;
Παναγιώτα: και εγώ αισθάνομαι έτσι σα να έχω πετρώσει και να μην μπορώ να αισθανθώ πράγματα. Αναρωτιέμαι τι λάθος έχω κάνει. Θα ήθελα και εγώ να βρω τη Παναγιώτα όπως ήταν πριν πετρώσει.
Συντονιστής: Σόνια φαίνεται να ακούς με προσοχή την Παναγιώτα. Πως συνδέεσαι εσύ με όλα αυτά;
Σόνια: είμαι πολύ κοντά σ’ όλο αυτό. Τον τελευταίο καιρό νοιώθω σα θεατής της ζωής μου. Απλά υπάρχω και παρατηρώ χωρίς να έχω καμία συναισθηματική εμπλοκή. Δεν ξέρω γιατί έχει συμβεί αυτό και δεν μου αρέσει. Ίσως να φταίει το ότι έχω μεγαλώσει. Νοιώθω συναισθηματικά νεκρή και αυτό με απασχολεί πολύ. Είναι κάποιες φορές σα να μην ζω. …..»
Στο παραπάνω απόσπασμα, λειτουργώ ενεργητικά και με τις παρεμβάσεις μου ενισχύω το βαθύ μεταξύ τους άγγιγμα, που δημιουργήθηκε μεταξύ του Φάνη και της Παναγιώτας και το οποίο στο ψυχόδραμα ονομάζουμε τηλε-σχέση. Οι αρχικά διαμορφωμένες υποομάδες ατόνησαν και δημιουργήθηκε ένα κλίμα οικειότητας μεταξύ των μελών της ομάδας. Μέσα από τα επιμέρους ζεστάματα θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει και το κεντρικό θέμα της ομάδας : πως να μένω ανοιχτός και να εμπλέκομαι συναισθηματικά.
Διεύρυνση των επιμέρους ζεσταμάτων – ανάδειξη του κεντρικού θέματος – επιλογή πρωταγωνιστή.
Η διερεύνηση των ζεσταμάτων που φέρνουν τα μέλη μπορεί να γίνει είτε μέσα από μία ομαδοκεντρική συζήτηση, είτε με την επιλογή σύντομων εικόνων (βινιέτες) στη σκηνή, οι οποίες τις περισσότερες φορές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως αυτοτελή δράματα. Καθώς το κάθε μέλος φτιάχνει το ζέσταμά του στη σκηνή, δημιουργώντας μικρές βινιέτες, αρχίζει να περιγράφει το θέμα του, αυτό δηλαδή που το απασχολεί. Μέσα από αυτή τη διαδικασία διακρίνονται, οι «progressive» και οι «reactive» δυνάμεις που επικρατούν, σε ποιους υπερισχύουν οι μεν και σε ποιους οι δε. Τα μέλη συνεχίζουν να ζεσταίνονται και καθώς εξελίσσεται η διαδικασία, αρχίζει να διαφαίνεται το κεντρικό θέμα της ομάδας, αλλά και ποιο από τα μέλη είναι αυτό που εκφράζει καλύτερα το κεντρικό θέμα και θα μπορούσε να είναι ο καταλληλότερος πρωταγωνιστής.
Παρόλα αυτά, το ζέσταμα του συντονιστή, αλλά και η δυσκολία του να ξεπεράσει τα προσωπικά του μπλοκαρίσματα, πιθανόν κάποιες φορές να επηρεάσει την αντικειμενική του κρίση, όχι μόνο στον εντοπισμό του θέματος που φέρνει κάποιο μέλος, αλλά και στο να αντιληφθεί το κεντρικό θέμα, το οποίο διαμορφώνεται στην ομάδα. Αυτό μπορεί να έχει σα συνέπεια την επιλογή πρωταγωνιστή, που θα είναι πιο κοντά στο δικό του ζέσταμα και όχι σε αυτό της ομάδας.
Το παρακάτω παράδειγμα που ακολουθεί είμαι κάπως διδακτική, πράγμα που μπορεί κάποιες φορές να είμαστε και ως συντονιστές. Ίσως στην προκειμένη περίπτωση να είναι απαραίτητη αυτή η καθησύχαση της οποίας έπεται μια δημιουργικότητα.
«……..Παναγιώτα: είμαι σε φάση αναζήτησης.
Συντονιστής: από την παρουσία σου στην ομάδα φαίνεται ότι είσαι σ’ έναν αναπτυξιακό ρόλο και αναζητάς να φτιάξεις καινούργια πράγματα.
Παναγιώτα: αν θέλεις κάτι πολύ, μπορεί να σου συμβεί. Έχω καταφέρει να δω τους φόβους μου, αλλά δεν έχω καταφέρει να φτάσω στο παραμύθι που ονειρεύομαι.
Συντονιστής: είναι σα να έχει ξεκινήσει να ανεβαίνεις μια σκάλα όπου στο τέρμα της είναι ο στόχος που έχεις βάλει. Ήδη έχεις ανέβει το πρώτο σκαλί, έχεις καταφέρει να δεις τους φόβους σου.
Παναγιώτα: έτσι είναι και στο τέλος της σκάλας υπάρχει ένα ροζ σύννεφο με τα πράγματα που θέλω να γίνουν. Είναι τόσο ονειρικό όλο αυτό που δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να το φτάσω.
Συντονιστής: θα σου πρότεινα αντί να σκέφτεσαι τον τελικό στόχο να προχωρήσεις σταδιακά ανεβαίνοντας ένα – ένα σκαλί. Ίσως το επόμενο σκαλί να είναι να δεις τις αμφιβολίες που έχεις…..»
Σε μία άλλη συνάντηση της ομάδας ξεκινώ με βινιέτες, ακολουθώ ενεργητικά την ομάδα και αντιλαμβάνομαι με καθαρότητα το κεντρικό θέμα που αναδύεται :
Ζητώ από το Φάνη να κάνει το ζέσταμά του στη σκηνή. Ο Φάνης με την εικόνα που δημιουργεί, διαπραγματεύεται τον τρόπο που σχετίζεται με τον απέναντι και ζεσταίνει την Παναγιώτα. Στη δική της βινιέτα εξελίσσει την εικόνα του Φάνη μέσα από το δικό της ζέσταμα και τη συμπληρώνει με αυτό που θεώρησε ότι της έλειπε. Το ζέσταμα της ομάδας αρχίζει να κλιμακώνεται με αφορμή τη βινιέτα του Φάνη και τον τρόπο που την εξέλαβε και ζεστάθηκε η Παναγιώτα. Επηρεασμένη η Σόνια από τις προηγούμενες βινιέτες κάνει σημαντικές διερωτήσεις και συνδέεται με τη δυσκολία της να σχετιστεί με τον απέναντι και να δει και τη δική του πραγματικότητα. Το ζέσταμά της είναι αρκετά υψηλό και σχετίζεται άμεσα με το κεντρικό θέμα που απασχολεί την ομάδα: «πως μπορώ να συνδεθώ ουσιαστικά με τον άλλον». Το σταδιακό αλληλοζέσταμα των μελών δημιούργησε ένα μέσο όρο ζεστάματος και διαμόρφωσε το κεντρικό θέμα που απασχολεί την ομάδα. Εύστοχα επιλέγω την Σόνια για πρωταγωνίστρια, καθώς έχει υψηλό ζέσταμα και συνδέεται άμεσα με το ζέσταμα των υπολοίπων μελών:
«……. Συντονιστής: Σόνια θέλεις να μοιραστείς κάτι;
Σόνια: όταν ήμουν στην εικόνα του Φάνη με κλεισμένα μάτια ένοιωθα αποκομμένη από τον απέναντι. Σα να ήμουν στον δικό μου κόσμο και να μην μπορούσα να δω την πραγματικότητα του άλλου. Σκέφτομαι τη δυσκολία που έχω να πλησιάσω και να μιλήσω στον πατέρα μου. Ίσως αυτό να σχετίζεται με το ότι δεν μπορώ να δω την δική του πραγματικότητα. Δεν θέλω να φύγει από αυτή τη ζωή, χωρίς να του έχω πει ότι τον αγαπάω. Έχω κάνει πολλές προσπάθειες και δεν τα έχω καταφέρει και φοβάμαι ότι δεν θα προλάβω να το κάνω όσο ζει ο πατέρας μου.
Συντονιστής : τι θα έλεγες να δοκιμάσεις να το κάνεις τώρα εδώ ;
Η Σόνια με κοιτάζει στην αρχή απορημένη, αλλά μετά λέει ότι θα ήθελε να δοκιμάσει.
Την προσκαλώ στη σκηνή και την προτρέπω να φανταστεί το χώρο που είναι με τον πατέρα της.
Η Σόνια ζεσταίνεται όλο και περισσότερο και φτιάχνει στη σκηνή το μέρος που βρίσκεται με τον πατέρα της. Επιλέγει τον Φάνη στο ρόλο του πατέρα και μπαίνει και η ίδια στη σκηνή. Πιάνει τα χέρια του πατέρα της και του λέει :
Σόνια: δεν θέλω πλέον να μαλώνουμε. Συνέχεια θέλεις να κάνεις το δικό σου, αλλά έχω κουραστεί πλέον και θέλω να ζήσω.
Συντονιστής: αντί να τον μαλώνεις πες του αυτό που πραγματικά θέλεις να του πεις.
Σόνια: είναι στιγμές που δεν σε αντέχω και σου βάζω τις φωνές, αλλά δεν θέλω να το κάνω πλέον αυτό. Σε αγαπώ και δεν θέλω να φύγεις χωρίς να το ξέρεις αυτό. Δεν θέλω να πεθάνεις, γιατί θα μου λείψεις πολύ. Θέλω να ζήσεις και να είμαστε καλά μαζί. Σε αγαπώ και θέλω να σε πάρω μια αγκαλιά.
Πηγαίνει και τον αγκαλιάζει και μένουν αγκαλιασμένοι αρκετή ώρα.…»
Στο δράμα της η Σόνια ήρθε αντιμέτωπη με τη δυσκολία της να προσεγγίσει τον πατέρα της, με έναν διαφορετικό τρόπο από αυτόν που είχε υιοθετήσει μέχρι τώρα. Συνδέθηκε μαζί του και δοκίμασε να εκφράσει αυτά που πραγματικά νοιώθει. Προσεγγίζει μια κατάσταση που τη δυσκολεύει και πειραματίζεται επί σκηνής με έναν καινούργιο ρόλο. Στην ουσία έκανε ένα βήμα προς μια κατεύθυνση ενηλικίωσης. Πως δηλαδή να αναλάβει με έναν διαφορετικό τρόπο τον εαυτό της και να κάνει πιο ενήλικες πράξεις.
Διαμόρφωση συνδιαλλακτικών σχέσεων ενήλικα – ενήλικα.
Ένα άλλο βασικό θέμα που θα πρέπει ο συντονιστής να διασφαλίσει στην αρχή των ψυχοδραματικών συναντήσεων είναι η διαμόρφωση συνδιαλλακτικών σχέσεων ενήλικα – ενήλικα. Οι ρόλοι θα πρέπει να είναι διακριτοί. Ο συντονιστής δεν είναι η αυθεντία – γονιός, που θα πάρει το παιδί – μέλος από το χέρι, για να του λύσει τα θέματα που το απασχολούν. Τουναντίον ο συντονιστής θα πρέπει να είναι ενεργητικά παρόν και να ενθαρρύνει το μέλος να ανακαλύψει και να εμπιστευτεί τη δική του εσωτερική σοφία, γιατί μόνο έτσι, θα καταφέρει να δώσει διέξοδο σ’ αυτά που τον απασχολούν.
Ο συντονιστής δεν προσπαθεί να δώσει λύση προσκολλημένος στο αποτέλεσμα. Με τα σχόλια που κάνει προσπαθεί να ζεστάνει τον πρωταγωνιστή στην κατάσταση που τον απασχολεί, έτσι ώστε μέσα από το υψηλό ζέσταμα να αναδυθεί και ο καινούργιος ρόλος. Κάθε ψυχοδραματική συνάντηση είναι μια διαδικασία, όπου ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη για την δική του ανάπτυξη. Επωφελείται από τα μοιράσματα, από τις διαφορές ή και τις ομοιότητες που εκφράζονται από τα μέλη της ομάδας. Ο συντονιστής υιοθετεί μια τέτοια στάση, που αποτρέπει τα μέλη να εναποθέσουν όλες τις προσδοκίες τους σ’ αυτόν. Τα μέλη θα πρέπει να εκλάβουν μια έννοια ανάπτυξης της προσωπικότητας, μέσα από μια ισότιμη συνύπαρξη με τους άλλους.
Κύριο μέλημα του συντονιστή είναι να βρίσκεται εκεί παρόν με ενήλικη αντιμετώπιση, για να συνοδεύσει το μέλος – ενήλικα στο δικό του ταξίδι εσωτερικής αναζήτησης και προσωπικής ανάπτυξης. Μέσα από τη διαμόρφωση ισότιμων σχέσεων είναι δυνατή η ανάδειξη της δημιουργικότητάς μας και η ανάληψη της προσωπικής μας ευθύνης, σε σχέση με την ποιότητα ζωής που θέλουμε να έχουμε.
Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΝΟΣ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
Αναμονές και προσδοκίες.
Οι βασικές αρχές οι οποίες αφορούν την εφαρμογή της δραματουργικής παρέμβασης κατά τη διάρκεια του ζεστάματος, δεν διαφοροποιούνται όταν εκτυλίσσεται ένα δράμα επί σκηνής. Ο συντονιστής από την αρχή, αλλά και κατά τη διάρκεια του δράματος πρέπει να είναι με τον πρωταγωνιστή και να διατηρεί αναλλοίωτη τη σχέση ενήλικα – ενήλικα μαζί του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια του δράματος ο συντονιστής, καθώς εναρμονίζει το ζέσταμά του με αυτό του πρωταγωνιστή, δεν θα μπορεί να μεταβάλει τη σχέση ενήλικα – ενήλικα και να την προσαρμόσει στην κατάσταση που διαμορφώνεται.
Ο κάθε πρωταγωνιστής από τη στιγμή που ανεβαίνει στη σκηνή νοιώθει στην αρχή ιδιαίτερα εκτεθειμένος και ευάλωτος. Βιώνοντας αυτή την κατάσταση ασυνείδητα και με μεγάλη ευκολία μπορεί να μπει στο ρόλο του αδύναμου παιδιού, που αγωνιά να δώσει μια λύση στο θέμα που τον απασχολεί. Μέσα από τα μάτια του αδύναμου παιδιού που ζητά βοήθεια, ο συντονιστής φαντάζει ως παντοδύναμος σοφός που μπορεί να τον βγάλει από το αδιέξοδο. Στο πρόσωπο του συντονιστή φαίνεται να βρίσκουν διέξοδο όλες οι αναμονές του πρωταγωνιστή. Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο, καθώς αν ο συντονιστής επωμιστεί το ρόλο του παντογνώστη, την ίδια ακριβώς στιγμή αναλαμβάνει και το ρόλο αυτού που θα πρέπει να δώσει και τη λύση.
Μέσα σε αυτή την συνθήκη, ο συντονιστής θεωρεί ότι είναι αυτός που θα πρέπει να ανταποκριθεί στις αναμονές του πρωταγωνιστή. Με αυτόν τον τρόπο οι παρεμβάσεις του θα υποκινούνται από την αγωνία για να σώσει τον πρωταγωνιστή, προσφέροντας του μια έτοιμη απάντηση στο πρόβλημά που τον απασχολεί. Ως μια άλλη «Αδελφή Τερέζα», θα αναλάβει αυτοθυσιαστικά τον πρωταγωνιστή για να τον σώσει. Έτσι ο συντονιστής αξιώνοντας από τον εαυτό του να βρει την κατάλληλη «λύση» στο πρόβλημα του πρωταγωνιστή, σαν να ήταν δικό του πρόβλημα, αποκλείει αυτόματα το ρόλο του χαλαρού συνοδού που λειτουργεί στο εδώ και τώρα του πρωταγωνιστή, χωρίς να τον υπερβαίνει. Ο συντονιστής δεν θα πρέπει να απομακρύνεται από τον στόχο του, που δεν είναι άλλος από το να μπορεί την κάθε στιγμή να ελίσσεται και να εναρμονίζει το ζέσταμά του με αυτό του πρωταγωνιστή, γιατί μόνο έτσι θα μπορεί να συσχετιστεί μαζί του με τον καταλληλότερο τρόπο.
Στον αντίποδα των προσδοκιών που έχει ο πρωταγωνιστής από τον συντονιστή βρίσκονται οι αναμονές του ίδιου του συντονιστή. Οι αναμονές αυτές θα μπορούσαν να χωριστούν σε δυο κατηγορίες. Στη πρώτη κατηγορία θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε τις αναμονές που δημιουργεί ο συντονιστής από τον ίδιο τον εαυτό του. Ενώ η δεύτερη αφορά τις αναμονές που έχει από τον πρωταγωνιστή.
Συχνά ο συντονιστής αξιώνει από τον εαυτό του να δώσει απαντήσεις σ’ αυτά που απασχολούν τον πρωταγωνιστή και με τον τρόπο αυτό να επωμίζεται μια ευθύνη που δεν του αναλογεί. Όταν δεν τα καταφέρει, μπαίνει σ’ ένα φαύλο κύκλο αναμονών που εναλλάσσονται με απογοητεύσεις. Η αυτοεικόνα και το κύρος του ως συντονιστής γίνονται άμεσα εξαρτώμενα από την εκπλήρωση των αναμονών, που έχει διαμορφώσει ο πρωταγωνιστής.
Όσον αφορά την δεύτερη κατηγορία, όπου ο συντονιστής έχει αναμονές από τον πρωταγωνιστή, θα μπορούσαμε να σταθούμε στο σημείο εκείνο που ο συντονιστής δίνει μια οδηγία στον πρωταγωνιστή και θεωρεί δεδομένο ότι ο πρωταγωνιστής θα την ακολουθήσει. Μοιάζει σαν ο συντονιστής να περιμένει από τον πρωταγωνιστή να υπακούσει ως καλός μαθητής τις βουλές του δασκάλου. Όμως αυτό αρκετά συχνά μπορεί να μην συμβεί, είτε γιατί το ζέσταμα του πρωταγωνιστή έχει μετατοπιστεί και ο συντονιστής δεν το ακολούθησε, είτε γιατί δεν διέκρινε το ρόλο που βρίσκεται ο πρωταγωνιστής, είτε γιατί ο συντονιστής είναι ζεσταμένος σε μια δική του κατάσταση, την οποία προβάλει στον πρωταγωνιστή και περιμένει από αυτόν να ανταποκριθεί με τον τρόπο που έχει ο ίδιος φτιάξει στο μυαλό του. Αν δε, επιμείνει στην εντολή που έδωσε, μπορεί να φτάσει σε σημείο να εξαντλήσει βασανιστικά τον πρωταγωνιστή και να τον βγάλει τελείως από το ζέσταμά του ή σε διαφορετική περίπτωση, ο πρωταγωνιστής να αναγκαστεί να ακολουθήσει την οδηγία, μόνο και μόνο για να του κάνει το χατίρι.
Διαμορφώνοντας μια ισότιμη σχέση ενήλικα – ενήλικα.
Μια άλλη σημαντική παράμετρος που επηρεάζει τη δραματουργική παρέμβαση κατά τη διάρκεια του δράματος είναι η διατήρηση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ πρωταγωνιστή και συντονιστή, η οποία συνήθως έχει ήδη ξεκινήσει να διαμορφώνεται από την αρχή της συνάντηση. Η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πρωταγωνιστή και συντονιστή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να διατηρηθεί μια ισότιμη σχέση ενήλικα – ενήλικα και ταυτόχρονα να αμβλυνθεί η ευαλωτότητα του πρωταγωνιστή. Η συνέντευξη, πριν ο πρωταγωνιστής ξεκινήσει να δημιουργεί οτιδήποτε στη σκηνή, με τους κατάλληλους χειρισμούς θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι παρεμβάσεις του συντονιστή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης θα πρέπει να είναι προσανατολισμένες στην ενίσχυση σχέσεων ενήλικα – ενήλικα, αλλά και στον εντοπισμό και τη συγκεκριμενοποίηση του θέματος. Επίσης, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, o εντοπισμός και η καταγραφή της δουλειάς που ο ίδιος ο πρωταγωνιστής έχει κάνει σε σχέση μ’ αυτό που τον απασχολεί, βοηθούν στην αναγνώριση των δυνάμεων που τον κινητοποιούν (motivated forces) για να δουλέψει. Έτσι ο πρωταγωνιστής, με τη βοήθεια του συντονιστή κάποιες φορές και τις κατάλληλες παρεμβάσεις, μπορεί να αναγνωρίσει τα «δυνατά» του σημεία, τα οποία τον ενεργοποιούν και του δίνουν θάρρος και αποφασιστικότητα για να δουλέψει το θέμα του. Εξίσου σημαντική ακόμα είναι και η παραδοχή, εκ μέρους του πρωταγωνιστή, των περιοριστικών δυνάμεων (restrictive forces), που επιδρούν σε αυτόν και που η εμφάνισή τους κατά τη διάρκεια του δράματος, μπορεί να τον εμποδίσει να κάνει την υπέρβασή του. Η αναγνώριση τόσο των κινητήριων, όσο και των περιοριστικών δυνάμεων που συνυπάρχουν στον πρωταγωνιστή, δίνει τη δυνατότητα στον συντονιστή, ενώ θα εξελίσσεται το δράμα, με τους κατάλληλους χειρισμούς να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τις κινητήριες δυνάμεις και να ζεστάνει τον πρωταγωνιστή να πειραματιστεί με καινούργιους ρόλους και καταστάσεις, αναχαιτίζοντας την επιρροή των δυνάμεων που τον κρατούν πίσω. Όλα αυτά φυσικά προϋποθέτουν ότι ο συντονιστής είναι εκεί παρόν μαζί με τον πρωταγωνιστή με όλες τις αισθήσεις του. Απαλλαγμένος από τις δικές του καταστάσεις, αφήνεται να μπει στον κόσμο που δημιουργεί ο πρωταγωνιστής, με παιδική αφέλεια, αλλά και με ενδιαφέρον για αυτά που βιώνει ο πρωταγωνιστής.
Υπάρχουν φορές που ο πρωταγωνιστής παρόλο που είναι ζεσταμένος για να δουλέψει, παράλληλα μπορεί να νοιώθει και αρκετά χαμένος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι παρεμβάσεις του συντονιστή θα πρέπει να είναι ενισχυτικές, έτσι ώστε ο πρωταγωνιστής να μπορέσει να συνδεθεί με το θέμα που τον απασχολεί σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να δημιουργήσει επί σκηνής, υπερνικώντας τους φόβους και τις αντιστάσεις του. Όταν ο συντονιστής είναι εκεί με όλες τις αισθήσεις του, τότε ο πρωταγωνιστής θα αφεθεί και θα δοκιμάσει. Σε αρκετές περιπτώσεις ο πρωταγωνιστής μπορεί να είναι τόσο πολύ ζεσταμένος με το θέμα του και να έχει ήδη δημιουργήσει μια εικόνα σε σχέση με αυτό. Εδώ η συνέντευξη μπορεί να παραληφθεί και ο πρωταγωνιστής να ξεκινήσει απευθείας, φτιάχνοντας στη σκηνή την εικόνα που έχει μέσα του, με την κατάλληλη παρότρυνση του συντονιστή.
Στο παράδειγμα που ακολουθεί η Σόνια περιγράφει τον εγκλωβισμό που βιώνει, πάρα πολύ καθαρά, και με σαφήνεια. Ήδη δηλαδή περιγράφει την εικόνα που έχει στο μυαλό της και είναι ζεσταμένη σ’ αυτή και ταυτόχρονα διατυπώνει ακριβώς τον ρόλο που βρίσκεται.
«………Σόνια: Νοιώθω εγκλωβισμένη και δεν μπορώ να κάνω πράγματα που θέλω. Έχω φορτωθεί τον πατέρα μου, ο οποίος δεν αναγνωρίζει τον αγώνα μου και δεν δείχνει καμία κατανόηση, για όσα κάνω για εκείνον. Είμαι εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση και κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορώ να βγω από αυτήν.
(Καθώς μιλάει τα μάτια της γίνονται υγρά)..
Συντονιστής : βάλε στη σκηνή τη Σόνια, έτσι όπως είναι εγκλωβισμένη σ’ αυτή την κατάσταση.
Αλληλεξάρτηση δραματουργικής παρέμβασης, αξιολόγησης και ζεστάματος.
Η ενεργητική στάση που απαιτείται να έχει ο συντονιστής, συνδέεται άμεσα με την αναγνώριση του κεντρικού θέματος του πρωταγωνιστή και τη συνεχή αξιολόγηση που θα πρέπει να κάνει την κάθε στιγμή. Το αν έχει νόημα ή το πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για εκδραμάτιση, θα προκύψει μέσα από την αξιολόγηση της στιγμής. Αυτό που έχει σημασία για τον πρωταγωνιστή, δεν είναι η παραγωγή ενός σόου στη σκηνή, για να βρει μια λύση σ’ αυτό που τον απασχολεί, αλλά να πάρει συνείδηση της κατάστασης που βιώνει και να σχετιστεί μ’αυτό που συμβαίνει. Η εκδραμάτιση δεν θα πρέπει να λογίζεται ως αυτοσκοπός μιας ψυχοδραματικής συνάντησης. Η επίγνωση από τον πρωταγωνιστή αυτού που παίζεται μέσα του είναι αυτό που έχει σημασία και αυτό σε μια ψυχοδραματική συνάντηση μπορεί να προκύψει ακόμα και μέσα από μια ομαδοκεντρική συζήτηση. Το κύριο μέλημα του συντονιστή είναι ο πρωταγωνιστής να ζεσταθεί στην κατάσταση που βιώνει μέσα του σε τέτοιο βαθμό, έτσι ώστε να διευρυνθεί και να αρχίσει πλέον να αναπτύσσει τον καινούργιο ρόλο. Μόνο μέσα από ένα επαρκές ζέσταμα του πρωταγωνιστή μπορεί να αναδυθεί η εσωτερική του σοφία και τότε ο πρωταγωνιστής γνωρίζει πολύ καλά τι θέλει να κάνει. Η εσωτερική σοφία του πρωταγωνιστή είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους, για τον οποίο ο συντονιστής θα πρέπει να δείξει εμπιστοσύνη σ΄αυτόν, και να σταθεί ανοιχτός, σ’ αυτό που θα φέρει. Επί της ουσίας ο πρωταγωνιστής είναι αυτός που πραγματικά ξέρει, τι θέλει να κάνει.
Ανά πάσα στιγμή ο συντονιστής θα πρέπει να βρίσκεται σε εγρήγορση, καθώς το ζέσταμα του πρωταγωνιστή δεν είναι σταθερό και οι ρόλοι πιθανόν να εναλλάσσονται πολύ γρήγορα. Καθώς εξελίσσεται ένα δράμα o συντονιστής στέκεται ανοιχτός και εμπλεκόμενος σε αυτό που συμβαίνει επί σκηνής. Το τι πρόκειται να συμβεί και πως θα εξελιχθεί η σκηνή, δεν μπορεί να το γνωρίζει εκ των προτέρων. Συνεχώς αξιολογεί το ρόλο και την εξέλιξη του θέματος. Αν ο συντονιστής δεν ακολουθήσει τις εναλλαγές του ζεστάματος του πρωταγωνιστή και δεν αξιοποιήσει αυτά που λέγονται ή γίνονται από αυτόν, θα τον χάσει και η όποια παρέμβαση του θα είναι άκαιρη και άστοχη. Η ουσιαστική δραματουργική παρέμβαση ακολουθεί το ζέσταμα που διαμορφώνεται. Η σχέση του ζεστάματος και της δραματουργικής παρέμβασης είναι μια αμφίδρομη σχέση. Συγκεκριμένο ζέσταμα προκαλεί ανάλογη δραματουργική παρέμβαση, αλλά και η δραματουργική παρέμβαση δημιουργεί ζέσταμα ή και πολλαπλά ζεστάματα.
Σε κάθε περίπτωση ο συντονιστής συνεχώς ακροβατεί και ρισκάρει σε αυτό που αναδύεται στο εδώ και τώρα της ομάδας. Η όποια προσπάθεια να κοντρολάρει την κατάσταση, θα τον οδηγήσει σε παθητικές παρεμβάσεις, που κάθε άλλο παρά θα διευρύνουν τον πρωταγωνιστή. Αντί να είναι με τον πρωταγωνιστή, θα προσπαθεί να καταλάβει τον πρωταγωνιστή, κάνοντας του ερωτήσεις, που θα τον απομακρύνουν από το πραγματικό ζέσταμά του. Κατά κάποιο τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συντονιστής σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται «επιθετικός» προς τον πρωταγωνιστή, αντί να μείνει ανοιχτός και μαζί με αυτόν και να συνδέεται μ’ αυτό που πραγματικά φέρνει. Μοιάζει να χειρίζεται τον πρωταγωνιστή, ως αντικείμενο που προσπαθεί να καταλάβει πως λειτουργεί και να εξηγήσει τον τρόπο λειτουργίας του, χωρίς ο ίδιος να εμπλέκει τον εαυτό του, ακόμα και μέσα από τη δική του ευαλωτότητα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, εξίσου σημαντικός είναι και ο τρόπος που ο συντονιστής δίνει μια «εντολή». Το ότι δίνει μια «εντολή» δεν προϋποθέτει αυτομάτως ότι ο πρωταγωνιστής θα την ακολουθήσει. Ο συντονιστής πρέπει να λάβει υπόψη του τι βιώνει ο πρωταγωνιστής εκείνη τη στιγμή. Πρέπει να ζει αυτό που βιώνει ο πρωταγωνιστής. Ο συντονιστής εμπλέκεται και δημιουργεί μια σχέση «τήλε» μαζί του. Μόνο μέσα από αυτή τη σχέση θα βρει τον τρόπο να τον ακολουθήσει χωρίς να τον υπερβαίνει, αλλά και χωρίς να ρουφηχτεί από τον πρωταγωνιστή. Πιθανόν η εντολή να μην είναι η καταλληλότερη, πιθανόν ο πρωταγωνιστής να μην είναι σε θέση να κάνει αυτό που του έχει ζητηθεί ή ίσως το ζέσταμά του να έχει μετατοπιστεί. Ο συντονιστής δεν αρκεί μόνο να σταθεί στην «εντολή» που έδωσε, αλλά στο συναίσθημα, έτσι όπως αυτό βιώνεται και μεταβάλλεται από τον πρωταγωνιστή. Θα πρέπει να παρατηρεί ταυτόχρονα τον τρόπο με τον οποίο το βιώνει ο πρωταγωνιστής και να του δώσει τον απαραίτητο χρόνο για να ανταποκριθεί. Ο χρόνος που δίνεται θα πρέπει να αξιοποιείται δημιουργικά και με ενεργητικό τρόπο. Δεν προσπαθούμε να κερδίσουμε χρόνο στην προκειμένη περίπτωση, αλλά να αξιοποιήσουμε το χρόνο. Αν ο πρωταγωνιστής δεν ανταποκριθεί, ο συντονιστής επανεκτιμά έγκαιρα και ενεργητικά την κατάσταση και παραμένει ευέλικτος.
Στην περίπτωση δε όπου ο πρωταγωνιστής δεν μπορεί να εκφραστεί, τότε ο συντονιστής γίνεται πιο ενεργητικός και αναλαμβάνει πρωτοβουλία, παρόλο που αυτό εμπερικλείει ένα ρίσκο, γιατί υπάρχει πιθανότητα μέσα από αυτό να τον υπερβεί. Ενδεχομένως να μην είναι λειτουργικό αυτό που θα προτείνει ο συντονιστής, αλλά μπορεί να δοκιμάσει και να παρατηρεί παράλληλα το ζέσταμα του πρωταγωνιστή και να αξιολογεί τις πολύ λεπτές στιγμές και τα αγγίγματα που δημιουργούνται.
Αναγνώριση και ανάλυση των ρόλων που αναδύονται.
Η ικανότητα αναγνώρισης των ρόλων που βρίσκεται ο πρωταγωνιστής από τον συντονιστή, κατά τη διάρκεια ενός δράματος, βοηθά ταυτόχρονα και στην επιλογή του τρόπου παρέμβασης του συντονιστή και σχετίζεται άμεσα με την εξέλιξη του δράματος. Η εναρμόνιση του ζεστάματος του συντονιστή, με αυτό του πρωταγωνιστή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς μέσα απ’ αυτήν, η αναγνώριση των ρόλων του πρωταγωνιστή γίνεται μια αυτονόητη και αυθόρμητη διαδικασία. Παράλληλα η αναγνώριση του ρόλου που βρίσκεται κάθε στιγμή ο πρωταγωνιστής είναι ενδεικτική της κατάλληλης ψυχοδραματικής τεχνικής, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, έτσι ώστε να αξιοποιηθεί στο μέγιστο η δράση για την εξέλιξη της σκηνής.
Η επιλογή μιας ψυχοδραματικής τεχνικής, χωρίς να υπάρχει άμεση σύνδεση με τον ρόλο που είναι ο πρωταγωνιστής, τις περισσότερες φορές είναι ενδεικτική και σχετίζεται με την υπεκφυγή, εκ μέρους του συντονιστή, να εμπλακεί ουσιαστικά, σε αυτό που φέρνει ο πρωταγωνιστής. Επί της ουσίας, αποφεύγει να είναι μαζί του και αναζητά στη χρήση των ψυχοδραματικών τεχνικών μια σανίδα σωτηρίας, για να κερδίσει χρόνο. Η λογική αυτή όμως ακυρώνει τον πραγματικό στόχο λειτουργίας των ψυχοδραματικών τεχνικών, οι οποίες είναι ουσιαστικά ένα δραστικό εργαλείο, για τη διεύρυνση του πρωταγωνιστή. Κάθε μια ψυχοδραματική τεχνική χωριστά εξυπηρετεί συγκεκριμένους στόχους και μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά, σε διαφορετικές καταστάσεις την κατάλληλη στιγμή.
Η σημαντικότητα της αναγνώρισης και ανάλυσης των ρόλων, για την επιλογή της κατάλληλης δραματουργικής παρέμβασης, δεν είναι μονόπλευρη, δεν αφορά μόνο τους ρόλους μέσα από τους οποίους λειτουργεί ο πρωταγωνιστής. Κατά την εκδραμάτιση, ο συντονιστής δεν αρκεί μόνο στο να παρατηρεί τις εναλλαγές ρόλων στον πρωταγωνιστή. Καθώς εξελίσσεται η εκδραμάτιση και ο ίδιος ο συντονιστής εναλλάσσεται σε ρόλους που επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας του.
Στο παρακάτω παράδειγμα ο συντονιστής δεν διαβάζει τους ρόλους που βρίσκεται η Σόνια. Έτσι ενώ αρχικά η Σόνια εκφράζει με καθαρότητα δύο διαφορετικούς ρόλους: την Σόνια που έχει κουραστεί και τη Σόνια που ήταν παιδί και δεν φοβόταν τους ανθρώπους, ο συντονιστής το αγνοεί και της ζητά να βάλει στη σκηνή την Σόνια που έχει μετακινηθεί. Καθώς το ζέσταμα της Σόνιας αυξάνεται και αρχίζει να εκφράζει την εσωτερική της ένταση στη σκηνή, ο συντονιστής φοβάται ότι αυτό που αναδύεται πιθανόν να οδηγήσει σε ακραίες αντιδράσεις, εκτός ελέγχου και γι’ αυτό το λόγο παγώνει την εικόνα. Αντί να ακολουθήσει το ζέσταμα, να διαβάσει τους ρόλους που αναδύονται και να δημιουργήσει μια ποιοτική σχέση μαζί της, τρομοκρατείτε και δεν αφήνει την Σόνια να συνεχίσει. Ο συντονιστής έχει μπει πλέον σε μια εγκεφαλική λειτουργία, απομακρύνεται από τον πρωταγωνιστή και μπαίνει στο ρόλο αυτού που θέλει να ελέγχει την κατάσταση (Controller) :
Η Σόνια σ’ αυτή την συνάντηση, όπως και σε προηγούμενες συναντήσεις έφερε για άλλη μια φορά το θέμα της απογοήτευσης. Την Σόνια που έχει κουραστεί, απογοητεύεται και παραιτείται από τη ζωή. Παρόλα αυτά ισχυρίζεται ότι πλέον έχει μετακινηθεί από αυτή τη θέση της παραίτησης και σκέφτεται την Σόνια όταν ήταν παιδί και δεν φοβόταν τους ανθρώπους που την πονούσαν και την απογοήτευαν.
Της ζήτησα να βάλει στη σκηνή την Σόνια, έτσι όπως έχει μετακινηθεί.
Η Σόνια σηκώνει ένα μέλος και το βάζει ξαπλωμένο σε εμβρυακή στάση.
Την ρωτάω αν αυτό που έκανε είναι η Σόνια που έχει μετακινηθεί. Η Σόνια συνεχίζει να εξελίσσει την εικόνα της. Σηκώνει το βοηθητικό εγώ από την εμβρυακή στάση και του δείχνει πως να κλωτσάει τις μαξιλάρες, που πριν είχε ξαπλώσει πάνω.
Η σκηνή εξελίσσεται και η ένταση ανεβαίνει. Σ’ αυτό το σημείο παγώνω την εικόνα και ζητάω από τη Σόνια να βάλει στη σκηνή την Σόνια όπως ήταν παιδί.
Ο συντονιστής προσπαθεί να ελέγξει την κατάσταση, έτσι ώστε να μην εκτροχιαστούν τα πράγματα και να είναι όλα υπό έλεγχο. Έτσι όμως διαμορφώνει μια αγχωτική κατάσταση για τον ίδιο και περιοριστική όχι μόνο για τον πρωταγωνιστή, αλλά και για τον συντονιστή. Υιοθετώντας αυτόν τον τρόπο λειτουργίας, ο συντονιστής περιχαρακώνεται μέσα στις νόρμες της ασφάλειας και μηδενίζει τη δημιουργική του ικανότητα, αποφεύγοντας να πάρει το παραμικρό ρίσκο. Αυτό που τον απασχολεί είναι να κινηθεί σε γνώριμους και ασφαλείς δρόμους, χωρίς εκπλήξεις είτε δυσάρεστες, είτε ευχάριστες και απομακρύνεται από τον πρωταγωνιστή. Προκειμένου να διαφυλάξει την ασφάλεια χρησιμοποιεί μια «ψυχοδραματική μανιέρα», με αποτέλεσμα να προσπερνά αυτό που φέρνει ο πρωταγωνιστής και να δυσκολεύεται να τον ακολουθήσει στο δικό του ζέσταμα.
Ο συντονιστής πρέπει να είναι με τον πρωταγωνιστή, να τον συνοδεύει με χαλαρότητας, χωρίς να προσπαθεί να αποδείξει ή να υποδείξει κάτι. Η εμπιστοσύνη στην εσωτερική σοφία του πρωταγωνιστή, σε συνδυασμό με την ετοιμότητα του συντονιστή που τον συνοδεύει πραγματικά, μπορούν να λειτουργήσουν απελευθερωτικά και για τον έναν και για τον άλλον. Η μετατόπιση σε πιο λειτουργικούς ρόλους περνά μέσα από τις συμπληγάδες της ψυχής και του νου και απαιτεί εσωτερική δύναμη, θέληση και ρίσκο.
Παραπλανητικά ασυνείδητα παιχνίδια (games)
Πολύ συχνά κατά τη διάρκεια ενός δράματος ο πρωταγωνιστής, συνήθως δεσμεύεται να δουλέψει το θέμα του. Παρόλα αυτά ασυνείδητα προσπαθεί, μέσω των παιχνιδιών, να συντηρήσει τη θέση που ανταποκρίνεται στο σενάριο ζωής που ακολουθεί πιστά, όσο δυσλειτουργική και αν είναι αυτή. Το τίμημα της υιοθέτησης ενός καινούργιου πιο λειτουργικού ρόλου, που δεν συμφωνεί όμως με το μέχρι σήμερα μαθημένο σενάριο ζωής του, πιθανόν να δημιουργεί στον πρωταγωνιστή ανασφάλεια και φόβο. Εκείνη τη στιγμή ενεργοποιούνται οι μηχανισμοί ασφάλειας και χωρίς ο ίδιος να έχει πλήρη επίγνωση, μπαίνει σ’ ένα ασυνείδητο παιχνίδι, όπου προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις καταστάσεις, που απειλούν τον υποσυνείδητο προγραμματισμό της ζωής του.
Αν ο συντονιστής δεν αντιληφθεί το παιχνίδι και γίνει μέρος του παιχνιδιού, με τις παρεμβάσεις του το μόνο που θα καταφέρει είναι να ενισχύσει μαθημένες δυσλειτουργικές συμπεριφορές. Παράλληλα σταθεροποιεί τη θέση και τον τρόπο λειτουργίας που τροφοδοτούν το σενάριο ζωής του πρωταγωνιστή. Κατά κάποιον τρόπο νομιμοποιεί τη θέση του πρωταγωνιστή και αποκλείει οποιαδήποτε μετακίνησή του σε πιο λειτουργικούς ρόλους.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικό της συντήρησης του παιχνιδιού που παίζει ο πρωταγωνιστής, από τον συντονιστή :
Η Σόνια ήρθε στην ομάδα με μια διάθεση απόσυρσης. Έδειχνε να βαριέται και χασμουριότανε. Προσπάθησα να συνδεθώ μαζί της και τη ρώτησα αν ήταν κουρασμένη. Η απάντηση που πήρα ήταν ότι ήταν κουρασμένη από την πολύ ξεκούραση. Όταν έμεινα λίγο παραπάνω σε αυτό, μου είπε ότι αυτό το διάστημα δεν κάνει τίποτα και μου πρότεινε να ασχοληθώ καλύτερα με τον Φάνη. Της λέω ότι φαίνεται σαν να προσπαθεί να αποφύγει κάτι και μου απαντά ότι δεν έχει διάθεση και νοιώθει αποσυρμένη.
Παρόλα αυτά επιμένω να κάνει κάτι και της ζητάω να βάλει στη σκηνή την Σόνια που δεν έχει διάθεση.
Σηκώνεται βαριεστημένα και μετά από μερικά λεπτά, βάζει στη σκηνή μαξιλάρες και λέει στη Δήμητρα να ξαπλώσει. Όταν τελείωσε την εικόνα της περπατάει γύρω της και την κοιτάει. Κάνω σχόλια για τον τρόπο που την κοιτάει και για το πόσο φαίνεται να την απασχολεί αυτή η κατάσταση. Μετά από λίγο η Σόνια λέει ότι θέλει να πάει και αυτή κοντά στη Δήμητρα και να ξαπλώσει δίπλα της. Την προτρέπω να το κάνει. Η Σόνια κουλουριάζεται δίπλα στη Δήμητρα. Μένουν εκεί αγκαλιασμένες και τελειώνουμε εδώ.
Η Σόνια παίζει το παιχνίδι «πρόσεξέ με – βοήθησέ με». Γίνεται ένα παιδί που αποσύρεται και ζητάει τρυφερότητα και τη συγκεκριμένη στιγμή τη ζητάει από τον συντονιστή. Από την άλλη πλευρά, ο συντονιστής αντί να σπάσει το παιχνίδι, μπαίνει σ’ αυτό και υιοθετεί το ρόλο του γονιού που πρέπει να βοηθήσει το μικρό παιδί. Στην προκειμένη περίπτωση, η δράση στη σκηνή δε βοήθησε στο να δημιουργηθεί ένας καινούργιος ρόλος, απεναντίας με τον τρόπο που λειτούργησε ο συντονιστής συνετέλεσε στη συντήρηση του «game», που έπαιζε η Σόνια και στην ενίσχυση του ρόλου του παραιτημένου παιδιού που ζητάει τρυφερότητα. Επί της ουσίας ο συντονιστής έγινε μέρος αυτού του παιχνιδιού, αντί να το αντιληφθεί έγκαιρα και να σπάσει το παιχνίδι. Οι παρεμβάσεις δεν βοήθησαν την Σόνια να αναλάβει τον εαυτό της μ’ έναν διαφορετικό τρόπο. Η Σόνια το μόνο που κέρδισε ήταν να νομιμοποιήσει τον τρόπο λειτουργίας της και να αποφύγει οποιαδήποτε επώδυνη μετακίνηση, που θα παρέκκλινε από τον προγραμματισμό ζωής, που έχει ενστερνιστεί και ακολουθεί πιστά.
Η κατάλληλη στιγμή ολοκλήρωσης ενός δράματος
Σημαντικό στοιχείο της δραματουργικής παρέμβασης, κατά τη διάρκεια του δράματος είναι η ικανότητα του συντονιστή να διακρίνει αν έχει ολοκληρωθεί ένα δράμα ή αν υπάρχει λόγος να συνεχιστεί. Αν ένα δράμα συνεχίζεται χωρίς λόγο, θα έχει σαν αποτέλεσμα ο πρωταγωνιστής να χάσει το ζέσταμά του και να εξαντληθεί σε μια δράση για τη δράση, σε μια δράση επί της ουσίας χωρίς νόημα.
Το κλείσιμο ενός δράματος πρωτίστως δεν θα πρέπει να σχετίζεται με την ικανοποίηση του συντονιστή. Τα ανικανοποίητο ή μη του συντονιστή δεν είναι το καταλληλότερο κριτήριο για την ολοκλήρωση ενός δράματος.
Από την αρχή του δράματος ο πρωταγωνιστής, ήδη έχει εκφράσει τον στόχο που θα ήθελε να προσεγγίσει. Στόχος του συντονιστή είναι να τον συνοδεύσει σ’ αυτή τη διαδρομή, χωρίς να τον εξαντλήσει, παγιδευμένος μέσα στις δικές του αναμονές. Όταν ο συντονιστής είναι με τον πρωταγωνιστή και ακολουθεί το ζέσταμά του, η ολοκλήρωση του δράματος είναι μια αδιαμφισβήτητα, φυσική διαδικασία. Σε διαφορετική περίπτωση ο συντονιστής βιώνει μια αμφιταλάντευση για το πότε και πως θα δώσει τέλος στο δράμα. Όταν το βιώνει περισσότερο σαν μια βασανιστική διαδικασία αμφισβητεί την ίδια στιγμή και τη δουλειά που έχει κάνει ο ίδιος, αλλά και τη δουλειά που έχει κάνει ο πρωταγωνιστής.
Η αίσθηση ανεπάρκειας που πιθανόν να βιώνει, τον απομακρύνει όλο και περισσότερο από τον πρωταγωνιστή. Έτσι όταν ο συντονιστής παγιδευτεί στις δικές του αναμονές, δεν θα καταφέρει να δώσει αξία σ’ αυτό που έγινε. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν ο συντονιστής είναι συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και συνοδεύει τον πρωταγωνιστή με χαλαρότητα, εναρμονίζοντας το ζέσταμά του μ’ αυτό του πρωταγωνιστή, τότε μπορεί να είναι με τον πρωταγωνιστή και να έχει καθαρή αντίληψη της κατάστασης. Η ολοκλήρωση του δράματος γίνεται προφανής και αφήνει μια αίσθηση ικανοποίησης, όχι μόνο στον πρωταγωνιστή και τον συντονιστή, αλλά και σε όλη την ομάδα.
Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ (SHARING)
Η μετάβαση από την πραγματικότητα της σκηνής, στην πραγματικότητα της ομάδας.
Συχνά στο μοίρασμα δεν αποδίδεται η ίδια αξία με αυτή που δίνεται στη σκηνική δράση. Αυτό συμβαίνει γιατί κάποιοι συντονιστές θεωρούν ότι το δράμα του πρωταγωνιστή έχει ολοκληρωθεί στη σκηνή. Άλλοι πάλι πιθανόν να έχουν βιώσει τέτοια ένταση από την υπερπροσπάθεια στο συντονισμό του δράματος, οπότε να αντιμετωπίζουν το μοίρασμα, σαν μια ευκαιρία να αποσυμπιεστούν και να χαλαρώσουν.
Ο πρωταγωνιστής όμως συνεχίζει να βιώνει το δράμα του και να είναι επηρεασμένος από την πραγματικότητα, που είχε δημιουργήσει στη σκηνή. Φορτισμένος καθώς είναι από όλα αυτά τα έντονα συναισθήματα, που αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια του δράματος, έχει ανάγκη να πάρει το χρόνο του και να καταλαγιάσει την συναισθηματική ένταση, χωρίς όμως να χάσει την σύνδεσή του και το ζέσταμά του, σε αυτά που ανακάλυψε και βίωσε στη σκηνή.
Η επανένταξη του πρωταγωνιστή στην πραγματικότητα της ομάδας φροντίζουμε να γίνεται μέσα από λεπτούς χειρισμούς και να είναι ομαλή. Ο ρόλος του μοιράσματος εδώ είναι ουσιώδης. Μετά την ολοκλήρωση του δράματος, ο πρωταγωνιστής αισθάνεται εκτεθειμένος και ευάλωτος. Ενώ παράλληλα βιώνει μια χαοτική συναισθηματική κατάσταση, συχνά με αντικρουόμενα συναισθήματα. Η ανάγκη του να εκφραστεί, είτε για να δικαιολογηθεί, είτε για να ερμηνεύσει είναι έντονη.
Στο μοίρασμα ο ρόλος του συντονιστή είναι καταλυτικός, καθώς θα πρέπει να λειτουργήσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να κρατήσει τον πρωταγωνιστή συνδεμένο με αυτά που βίωσε και δημιούργησε στη σκηνή, μέσα από μια αυθόρμητη διαδικασία. Διατηρώντας αυτή τη σύνδεση ο πρωταγωνιστής θα μπορέσει να φωτίσει πτυχές της συμπεριφοράς του, που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητά του και να τις προσεγγίσει πλέον με ένα διαφορετικό και πιο λειτουργικό τρόπο ή και να οδηγηθεί σε μια συμφιλίωση και αυτοαποδοχή του εαυτού. Το ζητούμενο είναι να συντελεστεί στον πρωταγωνιστή μια συνειδησιακή διεύρυνση, έτσι ώστε να μπορεί να αναγνωρίσει τις συναισθηματικές του καταστάσεις και συγκρούσεις.
Εξίσου σημαντική για την επανένταξη του πρωταγωνιστή στην ομάδα είναι και η σύνδεση των υπολοίπων μελών μαζί του. Η σύνδεση συντελείται συνήθως μέσω των δικών τους προσωπικών εμπειριών, που σχετίζονται με αυτό που διαδραματίστηκε στη σκηνή. Ο συντονιστής αξιοποιεί το μοίρασμα, δίνοντας τη δυνατότητα στα υπόλοιπα μέλη να συνδεθούν με τον πρωταγωνιστή. Ο ρόλος του συντονιστή εδώ είναι καίριος, καθώς θα πρέπει να διαφυλάξει τον πρωταγωνιστή από οποιαδήποτε κρίση ή ερμηνεία της συμπεριφοράς του, κατά τη διάρκεια του δράματος, από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Το επιθυμητό στην προκειμένη περίπτωση είναι να ενισχυθεί η δουλειά που έγινε από τον πρωταγωνιστή, να δοθεί αξία στις συνηδειτοποιήσεις που έκανε και να αναζητηθεί διέξοδος σε προβληματισμούς που αναδύθηκαν.
Συναισθηματικά αγγίγματα, αλληλοσυνδεόμενα μοιράσματα.
Καθώς εξελίσσεται το δράμα στη σκηνή, τα μέλη της ομάδας συνδέονται με κάποιον τρόπο μ’ αυτά που διαδραματίζονται. Ακόμα και στην περίπτωση που κάποιο μέλος ισχυριστεί ότι το δράμα δεν τον άγγιξε, μέσα από αυτή του την αποστασιοποίηση υποδηλοί κάτι.
Κάποιες φορές τα μέλη εμπλέκονται στη δράση, γιατί ο πρωταγωνιστής τα έχει επιλέξει να παίξουν ως «βοηθητικά εγώ», ενώ άλλες φορές συμμετέχουν ως «θεατές». Από όποιο ρόλο και αν συμμετέχουν τα μέλη της ομάδας, είτε αυτός είναι του «βοηθητικού εγώ», είτε του «θεατή», αναπτύσσουν κατά τη διάρκεια του δράματος πολυποίκιλες συναισθηματικές συνδέσεις. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, τα μέλη με αφορμή μια εικόνα, μια φράση ή μια κίνηση να ανασύρουν προσωπικά τους βιώματα ή να νοιώσουν έντονα συναισθήματα, τα οποία έχουν την ανάγκη να τα εκφράσουν.
Μετά την ολοκλήρωση του δράματος, η δυναμική της ομάδας έχει αλλάξει και με αφορμή όλων αυτών που αναδύθηκαν, υπάρχει μια διαφοροποίηση πλέον στη συναισθηματική κατάσταση του κάθε μέλους χωριστά, αλλά και της ομάδας ως σύνολο. Οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι χρήσιμο να αναγνωρίζονται από τον συντονιστή και να αξιοποιούνται στο μέγιστο. Στο πλαίσιο αυτής της νέας κατάστασης που έχει διαμορφωθεί, ο συντονιστής καλείται να είναι σε εγρήγορση, παρόν με όλες τις αισθήσεις του και να αντιλαμβάνεται τις συναισθηματικές μετατοπίσεις, που πραγματοποιούνται. Μέσα από μια βαθιά ενσυναίσθηση της δυναμικής που έχει δημιουργηθεί, θα μπορέσει να δώσει τον κατάλληλο χώρο και χρόνο στα μέλη της ομάδας να εκφραστούν, χωρίς όμως να τους δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι και υποχρεωμένα να το πράξουν.
Στο μοίρασμα ο συντονιστής αξιοποιεί την δυνατότητα που έχει το κάθε μέλος να εκφράσει τα συναισθήματα, τα οποία αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια του δράματος. Τα συναισθήματα εγγύτητας και οι συνδέσεις, μέσω των κοινών βιωμάτων που εκφράζονται, αναδεικνύουν τις «τήλε» σχέσεις, που συνδέουν τον πρωταγωνιστή με τα μέλη ή και τα μέλη μεταξύ τους.
Ο συντονιστής με τις παρεμβάσεις του έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει αυτές τις τηλεσχέσεις και να ενδυναμώσει τις συναισθηματικές μετατοπίσεις και την ανάληψη καινούργιων πιο λειτουργικών ρόλων από τον πρωταγωνιστή. Μέσω των συναισθηματικών αγγιγμάτων και των κοινών εμπειριών, η ψυχολογική απομόνωση του πρωταγωνιστή φθίνει. Ο πρωταγωνιστής αρχίζει πλέον να μην νοιώθει μόνος, σε αυτό που βιώνει. Ενώ συχνά με αφορμή τα μοιράσματα που γίνονται, ανακαλύπτει διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης μιας κατάστασης ή μπορεί και να δει με περισσότερη ανοιχτότητα τα θέματα που τον προβληματίζουν. Έτσι συντελείται μια διεύρυνση της συνείδησης και μέσω αυτής αντιλαμβάνεται με μεγαλύτερη καθαρότητα τα κίνητρα, που τον οδηγούν σε συγκεκριμένες συμπεριφορές.
Κατά τη διάρκεια του μοιράσματος, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο κάποιο μέλος να είναι τόσο πολύ ζεσταμένο και να έχει συνδεθεί με πολύ βαθιά του πράγματα, που να του είναι αδύνατον να εκφραστεί και να μοιραστεί τη συναισθηματική του κατάσταση. Στην προκειμένη περίπτωση είναι σαν αυτό το μέλος να βίωνε το δικό του δράμα, παράλληλα με το δράμα του πρωταγωνιστή που εξελισσόταν στη σκηνή. Ο συντονιστής θα μπορούσε να τον παροτρύνει να εκφραστεί με το σώμα του ή να τον κρατήσει σ’ αυτό το ζέσταμα που ανέπτυξε και να το αξιοποιήσει σ’ ένα δεύτερο χρόνο.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιο μέλος αποτραβιέται, κλείνεται και ισχυρίζεται ότι δεν τον άγγιξε το δράμα και δεν έχει να μοιραστεί κάτι. Απέχει πολύ από αυτά που συνέβησαν στο δράμα, πιστεύει ότι δεν τον αφορούν και συχνά έχει μια αδιάφορη στάση καθ΄όλη τη διάρκεια του δράματος. Εδώ ο συντονιστής θα πρέπει να είναι σε θέση να διαχειριστεί αυτή την αποστασιοποίηση και να διακρίνει τους πραγματικούς λόγους του κλεισίματος και των αντιστάσεων, που εκφράζονται με αυτό τον τρόπο. Αν ο συντονιστής αδιαφορήσει, πιθανόν στο μέλλον να βρεθεί αντιμέτωπος με διασπαστικές συμπεριφορές μέσα στην ομάδα.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι στο πλαίσιο της ψυχοδραματικής διαδικασίας, το μοίρασμα κατέχει εξέχουσα θέση και για κανένα λόγο δεν θα πρέπει να υποτιμάται η αξία του. Η σύνδεση και το ζέσταμα του συντονιστή με τον πρωταγωνιστή και την ομάδα, αν παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, θα καθορίσουν και τον τρόπο με τον οποίον θα διαχειριστεί το μοίρασμα. Μόνο έτσι, θα καταφέρει να αναδείξει τα συναισθηματικά ανταμώματα ή και τις αντιστάσεις, να διατηρήσει ένα δημιουργικό ζέσταμα, και να καλλιεργήσει το δέσιμο της ομάδας.
ΜΕΡΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΟΥ
Από το ρόλο της συντονίστριας, αρκετές φορές ήρθα αντιμέτωπη με προσωπικές δυσκολίες, που όχι μόνο μπλόκαραν τον ρόλο μου ως συντονίστριας, αλλά αποτελούσαν και τροχοπέδη στον γενικότερο τρόπο λειτουργίας μου και κατ’ επέκταση και στην προσωπική μου ανάπτυξη.
Η προσκόλλησή μου στην τελειότητα δεν μου επέτρεπε να κάνω λάθη και το σπουδαιότερο να έχω την ευκαιρία να μάθω μέσα από αυτά. Είχα υιοθετήσει τη θεώρηση ότι όλα θα έπρεπε να είναι τακτοποιημένα, για να μπορέσω να λειτουργήσω, μπλοκάροντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αυθόρμητη παρέμβασή μου και την αυθεντικότητά μου. Αλλά η ψυχοδραματική διαδικασία είναι γεμάτη εκπλήξεις και ανατροπές και ο συντονιστής καλείται να αφεθεί σε αυτό που θα προκύψει και να ζεσταίνεται σε αυτό που αναδύεται την κάθε στιγμή.
Ο ρόλος αυτού που θέλει να έχει τον έλεγχο «controller» ήταν πέραν του δέοντος αναπτυγμένος, με αποτέλεσμα ο τρόπος που συντόνιζα, τις περισσότερες φορές, να κινείται σε ασφαλής επιλογές και να είναι προσανατολισμένος στο αποτέλεσμα και σε μια προσπάθεια να δοθεί λύση. Αυτό μου δημιουργούσε συχνά αναμονές, που με οδηγούσαν σε απογοητεύσεις, αν δεν εκπληρώνονταν.
Δεν ήταν λίγες οι φορές όπου η μαγεία του συντονισμού μετατρεπόταν σε μια αγχωτική διαδικασία, που κάθε άλλο παρά ικανοποίηση έπαιρνα μέσα από αυτήν. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να αποδεχτώ ότι τις στιγμές που κατάφερνα να αποδεσμευτώ από τα προσωπικά μου μπλοκαρίσματα και δυσκολίες, ο συντονισμός μετατρέπονταν σε μια φυσική αυθόρμητη διαδικασία που έρεε αβίαστα και με παρέσερνε σε μια πορεία ανταμώματος με την εσωτερική μου σοφία, με τους συνταξιδιώτες μου και με καινούριες προκλήσεις και εκπλήξεις.
Το Ψυχόδραμα είναι ένα μαγευτικό ταξίδι προσωπικής ανάπτυξης, που σε καλεί να μείνεις ανοιχτός στις προκλήσεις, είναι ένα πραγματικό ζέσταμα για τη ζωή. Αν επιβιβαστείς έχεις ήδη κάνει το πρώτο βήμα. Τα υπόλοιπα είναι θέμα χρόνου, αναγνώρισης, αυτοαποδοχής και θέλησης.
Ζωή Ντότσικα, κοινωνιολόγος – εκπ/νη ψυχοδραματίστρια, υπεύθυνη Ψυχοδραματικού Κέντρου Πάτρας, www.psychodramaticcenter.gr
Μοιραστείτε το άρθρο